διασκεδασμός

διασκεδασμός
ο рассеивание (света)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "διασκεδασμός" в других словарях:

  • διασκεδασμός — scattering masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασκεδασμός — Διασπορά, διασκορπισμός· εξαφάνιση, διάλυση· ταραχή, σύγχυση. δ.φωτός.Η εξάρτηση της ταχύτητας του κύματος και του δείκτη διάθλασης από το μήκος κύματος. Αποτέλεσμα αυτού είναι το φαινόμενο του διαχωρισμού μιας ακτίνας μη μονοχρωματικού φωτός… …   Dictionary of Greek

  • διασκεδασμός — ο 1. διάλυση. 2. (φυσ.), «διασκεδασμός του φωτός», η ανάλυση του φωτός στα χρώματα του φάσματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διασκεδασμόν — διασκεδασμός scattering masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουράνιο τόξο ή ίρίδα — Οπτικό φαινόμενο, που οφείλεται στην ανάκλαση, διάθλαση και ανάλυση του ηλιακού φωτός από τις αιωρούμενες στην ατμόσφαιρα υδροσταγόνες της βροχής. Το φαινόμενο εκδηλώνεται με την εμφάνιση ομοκεντρικών κυκλικών τόξων, τα οποία έχουν τα χρώματα του …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»